λύμας

λύμας
λύ̱μᾱς , λύμη
outrage
fem acc pl
λύ̱μᾱς , λύμη
outrage
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πατρολύμας — ὁ, Α πατρολέτωρ*, πατροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + λύμας (< λύμη «κακοποίηση, βλάβη, φθορά»), πρβλ. μουσοπαλαιο λύμας] …   Dictionary of Greek

  • μουσοπαλαιολύμας — μουσοπαλαιολύμας, ὁ (Α) αυτός που καταστρέφει την παλαιά μουσική. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + παλαιός + λύμας (< λυμαίνομαι «καταστρέφω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”